- ἀζηλοτύπητος
- ἀζηλο-τύπητος, ον,A not likely to arouse jealousy, Cic.Att.13.19.4; not exposed to jealousy,
γῆρας Plu.2.787d
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γῆρας Plu.2.787d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αζηλοτύπητος — η, ο (Α ἀζηλοτύπητος, ον) [ζηλοτυπῶ] αυτός που δεν προκαλεί τη ζήλεια, που δεν τόν ζηλεύουν, ο μη αξιοζήλευτος … Dictionary of Greek
ἀζηλοτύπητον — ἀζηλοτύπητος not likely to arouse jealousy masc/fem acc sg ἀζηλοτύπητος not likely to arouse jealousy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)